- πρόσβαρος
- -η, -οαυτός που ξεπερνάει κάπως το κανονικό βάρος: Σωστό και πρόσβαρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρόσβαρος — η, ο, Ν 1. αυτός που υπερβαίνει το κανονικό βάρος, ο βαρύτερος από το κανονικό 2. το ουδ. ως ουσ. το πρόσβαρο μικρό ποσό ή αντικείμενο που προστίθεται για συμπλήρωση τού ελλείποντος βάρους ενός πράγματος που ζυγίζεται. επίρρ... πρόσβαρα με βάρος… … Dictionary of Greek